Ο Έκι Γκονζάλες δεν ήταν απλώς ένας ακόμη ξένος που ήρθε να κάνει τη δουλειά του. Ήταν μια ολόκληρη περσόνα. Μεγαλωμένος στις αλάνες του Ροσάριο, φορτωμένος με μπάλα, καψούρα και μια δόση αγωνιστικής αλητείας. Και όταν το καλοκαίρι του 2003 ήρθε στην Ελλάδα για τον Παναθηναϊκό, κανείς δεν φανταζόταν ότι αυτός ο Αργεντίνος θα γίνει σύμβολο τσαγανού, μαχητικότητας και πάθους.

Η πρώτη του σεζόν (2003-04) δεν ήταν απλώς καλή. Ήταν επική. Με το «10» στην πλάτη και τη φωτιά στα μάτια, ο Έκι έσπρωξε το «τριφύλλι» ως τον τίτλο του πρωταθλητή και το νταμπλ. Δεν ήταν η τεχνική του – που ήταν εντυπωσιακή. Ήταν η νοοτροπία του πολεμιστή. Δεν έπαιζε για να περάσει η ώρα. Έμπαινε στο χορτάρι σαν να είναι σε μάχη και το διασκέδαζε.
Το ντέρμπι στο Φάληρο ήταν η σφραγίδα. Το γκολ του στον Ολυμπιακό δεν ήταν απλά ένα «1-0». Ήταν δήλωση. Ήταν ύφος. Ήταν «ήρθαμε να το πάρουμε, και αν μας υποτιμάτε, πληρώστε το».

Κι αν αυτό ήταν για την Ελλάδα, η Ευρώπη είχε κι εκείνη το μερίδιό της. Ο αγώνας με την Άρσεναλ το 2004, όταν ο Έκι «σόκαρε» τους Βρετανούς, είναι ίσως το καλύτερο highlight στην ευρωπαϊκή του καριέρα. Το αδιανόητο γκολ με το εξωτερικό φάλτσο, από το πλάγιο και σχεδόν το κέντρο, μνημονεύεται μέχρι σήμερα – και όχι άδικα. Δεν ήταν μόνο φαντασία, ήταν ψυχή και τόλμη.
Στα αποδυτήρια, δεν ήταν ο ήσυχος τύπος. Ήταν η φωνή, η ένταση, η ενέργεια. Ήταν αυτός που αν κάποιος δεν τα έδινε όλα, θα το άκουγε. Δεν ανεχόταν μισές προσπάθειες. Για τον Έκι, το ποδόσφαιρο ήταν όλα ή τίποτα.
Το 2007 επέστρεψε. Όχι με τον ίδιο ρυθμό, αλλά με σεβασμό στο παρελθόν και ένα πείσμα να βοηθήσει ξανά. Το τέλος ήρθε το 2008, αλλά η κληρονομιά είχε ήδη γραφτεί με μεγάλα πράσινα γράμματα.
Ο Έκι δεν ήταν απλώς ένας καλός παίκτης. Ήταν μια ροκ μορφή με την καρδιά στο μανίκι, που έκανε τον Παναθηναϊκό να χτυπά πιο δυνατά. Κάθε φορά που μιλάς για «ψυχή» στο γήπεδο, κάπου στο βάθος βλέπεις μια σιλουέτα με το «10» να παίζει ξανά το γκολ με την Άρσεναλ.
Γιατί, πολύ απλά, ο Έκι Γκονζάλες δεν ξεχνιέται.
