Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την υπόθεση της βελγικής Σερένγκ έρχεται να επανεξετάσει σε βάθος τον ρόλο και τη νομική ισχύ των αποφάσεων του CAS (Court of Arbitration for Sport) στο ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, αναδεικνύοντας ζητήματα που αφορούν την αποτελεσματική δικαστική προστασία και τις σχέσεις μεταξύ αθλητικού δικαίου και ευρωπαϊκού δικαίου.
Η υπόθεση ξεκίνησε από κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον σύλλογο Σερένγκ από τη FIFA το 2015, λόγω παραβίασης των κανονισμών περί «third-party ownership» – δηλαδή της μεταβίβασης οικονομικών δικαιωμάτων παικτών σε τρίτους, κάτι που απαγορεύεται από το παγκόσμιο ποδοσφαιρικό πλαίσιο. Η συγκεκριμένη παράβαση αφορούσε συμφωνία του συλλόγου με τη μαλτέζικη Doyen Sports. Η FIFA τιμώρησε τη Σερένγκ, με την ποινή να επικυρώνεται τόσο από το CAS όσο και από το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο.
Ωστόσο, η Σερένγκ αμφισβήτησε την υπόθεση στα βελγικά πολιτικά δικαστήρια, τα οποία με τη σειρά τους προσέφυγαν στο Δικαστήριο της Ε.Ε., θέτοντας επί τάπητος το κρίσιμο ζήτημα της νομιμότητας των μονομερών ρητρών υποχρεωτικής προσφυγής στο CAS και του περιορισμένου δικαστικού ελέγχου επί των αποφάσεών του.
Το Δικαστήριο της Ε.Ε. έκρινε ότι η διαδικασία που υποχρέωνε τον σύλλογο να απευθυνθεί αποκλειστικά στο CAS συνιστά παραβίαση του δικαιώματος σε αποτελεσματική έννομη προστασία. Επιπλέον, το Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι οι αποφάσεις του CAS, εφόσον επηρεάζουν οικονομικά δικαιώματα εντός της Ε.Ε., πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, και πως κάθε εθνικό πλαίσιο που τις αντιμετωπίζει ως τελεσίδικες χωρίς δυνατότητα αναθεώρησης αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο.
Η απόφαση αποτελεί σημείο καμπής στη σχέση ευρωπαϊκού δικαίου και αθλητικού διαιτητικού καθεστώτος. Θέτει εν αμφιβόλω την απόλυτη κυριαρχία του CAS και ενισχύει τη νομική προστασία συλλόγων και αθλητών εντός της Ε.Ε., ανοίγοντας τον δρόμο για περαιτέρω νομικό έλεγχο σε υποθέσεις που μέχρι σήμερα θεωρούνταν κλεισμένες.